Μαρακαΐμπο

Μαρακαΐμπο
I
(Maracaibo). Πόλη (1.372.724 κάτ. το 2000) της Βενεζουέλας, πρωτεύουσα της πολιτείας Ζιούλια (), η δεύτερη μεγαλύτερη και σημαντικότερη πόλη της χώρας. Βρίσκεται στη δυτική όχθη του στενού βραχίονα που ενώνει τη λίμνη Μαρακαΐμπο με τον κόλπο της Βενεζουέλας. Ιδρύθηκε το 1571 από τον Αλόνσο Πατσέκο ως ισπανική αποικία με την ονομασία Νουέβα Ζαμόρα. Γνώρισε μία περίοδο ακμής μέχρι τον 17ο αι., όμως σύντομα παρήκμασε και το 1840 είχε μόνο 14.000 κατ. Γνώρισε μία δεύτερη φάση ανάπτυξης στις αρχές του 20ού αι., μετά την ανακάλυψη και την εκμετάλλευση πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου στην ομώνυμη λίμνη το 1917. Ο πληθυσμός της αυξήθηκε κατά 94% στη δεκαετία 1941-51 και κατά 78% στην αμέσως επόμενη. Αποτελεί το πολιτιστικό κέντρο της δυτικής Βενεζουέλας και είναι έδρα δύο πανεπιστημίων. Είναι σημαντική αγορά γεωργικών προϊόντων και έχει ανεπτυγμένη βιομηχανία (επεξεργασία πετρελαίου, τροφίμων, υφασμάτων κ.ά.), ενώ διαθέτει το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι (από όπου εξάγονται πετρέλαιο και καφές) και διεθνές αεροδρόμιο.
II
(Maracaibo). Λιμνοθάλασσα (έκταση 12.590 τ. χλμ., μέγιστο βάθος 250 μ.) της Βενεζουέλας. Βρίσκεται στα Ν του κόλπου της Βενεζουέλας, με τον οποίο και συνδέεται μέσω μιας ρηχής διώρυγας. Περικλείεται από τις οροσειρές Σιέρα ντε Περίγια στα Δ και Σιέρα Νεβάδα ντε Μέριντα στα Α. Το νερό είναι γλυκό στο νότιο τμήμα της, αλλά γίνεται γλυφό προς τα Β. Η Μ. είναι πλωτή λιμνοθάλασσα, με πεδινές και βαλτώδεις όχθες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”